λυρικό θέατρο
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
λυρικό θέατρο θηλυκό
- (μουσική) το μελόδραμα, τα έργα όπερας
- συνώνυμο του λυρική σκηνή
Συγγενικά
- λυρικό δράμα
- λυρικός καλλιτέχνης
Μεταφράσεις
λυρικό θέατρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.