λυρική ποίηση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λυρική ποίηση <  δείτε τις λέξεις λυρικός και ποίηση

Πολυλεκτικός όρος

λυρική ποίηση θηλυκό

  1. (φιλολογία, αρχαία ελληνική γραμματεία) η ποίηση που τραγουδιόταν, είτε από ένα άτομο είτε από ομάδα τραγουδιστών, με συνοδεία λύρας αρχικά και στη συνέχεια με άλλα μουσικά όργανα, όπως ο αυλός, η κιθάρα, η φόρμιγγα, η βάρβιτος κ.ά.
  2. (γενικότερα) ποίηση που χαρακτηρίζεται από λυρισμό, συνήθως εκφράζοντας προσωπικά συναισθήματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.