λιοντάριν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Κλιτικοί τύποι
- λιοντάρια (πληθυντικός)
στην κρητική λογοτεχνία:
- λιονταριοῦ (γενική ενικού)
- τῶ(ν) λιονταριῶ (γενική πληθυντικού)
Σύνθετα
με λιονταρ-
- δρακολιοντάρι
- λιονταροβοσκός
Συγγενικά
Αναφορές
- The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOI - εισαγωγή σελ.102:
※ Another indication of synizesis is the substitution of /i/ + V for /e/ + V, as in EMedG.Early Mordern Greek This is rare in the 11th to 14th c., but becomes much more frequent in later texts:
Μια ακόμη ένδειξη συνίζησης είναι η αντικατάσταση του /i/ + φωνήεν για το /e/ + φωνήεν, όπως στην πρώιμη νεοελληνική. Αυτό είναι σπάνιο στους αιώνες 11 ως 15, αλλά γίνεται πολύ πιο συχνό σε μεταγενέστερα κείμενα.
Πηγές
- λιοντάριν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.