λεσβιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λεσβιάζω < αρχαία ελληνική λεσβιάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λεσβιάζω | λεσβίαζα | θα λεσβιάζω | να λεσβιάζω | λεσβιάζοντας | |
| β' ενικ. | λεσβιάζεις | λεσβίαζες | θα λεσβιάζεις | να λεσβιάζεις | λεσβίαζε | |
| γ' ενικ. | λεσβιάζει | λεσβίαζε | θα λεσβιάζει | να λεσβιάζει | ||
| α' πληθ. | λεσβιάζουμε | λεσβιάζαμε | θα λεσβιάζουμε | να λεσβιάζουμε | ||
| β' πληθ. | λεσβιάζετε | λεσβιάζατε | θα λεσβιάζετε | να λεσβιάζετε | λεσβιάζετε | |
| γ' πληθ. | λεσβιάζουν(ε) | λεσβίαζαν λεσβιάζαν(ε) |
θα λεσβιάζουν(ε) | να λεσβιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λεσβίασα | θα λεσβιάσω | να λεσβιάσω | λεσβιάσει | ||
| β' ενικ. | λεσβίασες | θα λεσβιάσεις | να λεσβιάσεις | λεσβίασε | ||
| γ' ενικ. | λεσβίασε | θα λεσβιάσει | να λεσβιάσει | |||
| α' πληθ. | λεσβιάσαμε | θα λεσβιάσουμε | να λεσβιάσουμε | |||
| β' πληθ. | λεσβιάσατε | θα λεσβιάσετε | να λεσβιάσετε | λεσβιάστε | ||
| γ' πληθ. | λεσβίασαν λεσβιάσαν(ε) |
θα λεσβιάσουν(ε) | να λεσβιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λεσβιάσει | είχα λεσβιάσει | θα έχω λεσβιάσει | να έχω λεσβιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λεσβιάσει | είχες λεσβιάσει | θα έχεις λεσβιάσει | να έχεις λεσβιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λεσβιάσει | είχε λεσβιάσει | θα έχει λεσβιάσει | να έχει λεσβιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λεσβιάσει | είχαμε λεσβιάσει | θα έχουμε λεσβιάσει | να έχουμε λεσβιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λεσβιάσει | είχατε λεσβιάσει | θα έχετε λεσβιάσει | να έχετε λεσβιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λεσβιάσει | είχαν λεσβιάσει | θα έχουν λεσβιάσει | να έχουν λεσβιάσει |
| |
Μεταφράσεις
λεσβιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.