λαχανί

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

λαχανί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λαχανί ουδέτερο άκλιτο

  • (χρώμα) απόχρωση του ανοικτού πράσινου χρώματος, το χρώμα που έχει το ώριμο πράσινο λάχανο

Μεταφράσεις

Επίθετο

λαχανί άκλιτο

  1. λαχανής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.