λασμαρίν
Κυπριακά (el-cyp)
Πηγές
- σελ. 878 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄
- λασμαρίν @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λασμαρίν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λασμαρίν ουδέτερο
- (φυτό, βότανο) δεντρολίβανο, ροσμαρί
- ※ 16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 115, στ. 1 (στίχοι 1-6) @georgakas.lit.auth.gr
- Ἁποὺ νὰ δῆ τὸ λασμαρὶν καὶ νὰ μηδὲν τὸ πιάση
ὅλην ἡμέραν στέκεται μὲ δίχα νὰ γελάση·
κ’ ἐγὼ γιὰ τίτοιαν ἀφορμὴν ἐτάνυσά το ξένος
κι ὅλον τὸν χρόνον ἔμεινα πάντα μου πληξημένος.
Τὸ λασμαρὶν τοὺς ἄρωστους μυρίζοντα βουθᾶ τους
γιανίσκει καὶ παρηγορᾶ καμπόσον καὶ βουθᾶ τους·- Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.
- Ἁποὺ νὰ δῆ τὸ λασμαρὶν καὶ νὰ μηδὲν τὸ πιάση
- ※ 16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 115, στ. 1 (στίχοι 1-6) @georgakas.lit.auth.gr
- στα νέα ελληνικά: αρισμαρί (ιδιωματικό)
Πηγές
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- λασμαρίν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.113, Τόμος 9 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.