λαγνεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λαγνεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

λαγνεύω

  1. (κυρίως για άνδρες) συνουσιάζομαι
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ὑγιεινὰ παραγγέλματα, 25.15 @scaife.perseus
    τίς δὲ σχολὴ τῷ ἀνδρὶ τούτῳ νῦν ἀπεπτεῖν ἢ μεθύειν ἢ λαγνεύειν;
  2. είμαι φιλήδονος, ακόλαστος, πρόστυχος
  3. (στην παθητική φωνή) (για γυναίκα) έχω σεξουαλικές σχέσεις
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἐπικυήσεως, (De superfoetatione), κεφ. 13, @scaife.perseus
    Κυέουσα ἡ γυνὴ, ἢν μὴ λαγνεύηται, ῥηΐτερον ἀπολυθήσεται τοῦ τόκου.
    Η έγκυος γυναίκα, εάν δεν έχει σεξουαλικές επαφές, θα έχει ευκολότερο τοκετό.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Συγγενικά

  • ἀπολαγνεύω
  • φιλόλαγνος
  • καταλαγνεύομαι
  • λαγνεία
  • λάγνευμα
  • λάγνης
  • λαγνικός
  • λάγνιος
  • λάγνος
  • συλλαγνεύω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.