λίθινο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λίθινο

  1. αιτιατική ενικού του λίθινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λίθινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.