λαοτινά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαοτινά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λαοτινός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

λαοτινά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) που μιλιέται στο Λάος

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: lo

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.