κόβω τσέτουλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κόβω τσέτουλα  δείτε τις λέξεις κόβω και τσέτουλα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkovo ˈt͡setula/

Έκφραση

κόβω τσέτουλα συνήθως στον αόριστο έκοψα τσέτουλα

  • (αργκό) δεν πληρώνω τον λογαριασμό, δεν πληρώνω την [αμοιβή]]

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «τσέτουλα» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
      δημ. (δημοτική) ξυλάριον εφ' ου εσημειούντο παλαιότερον δι' εγκοπών αι επί πιστώσει ισόποσοι απολήψεις τροφίμων, οίον άρτου, γάλακτος, κ.τ.τ. || φρ. έκοψα τσέτουλα δεν επλήρωσα το αντίτιμον προμηθείας ή αμοιβήν εργασίας || φρ. με την τσέτουλα τα 'μαθε τα γράμματα (επί των αστοιχειώτων) || και εν επιρρ.[ηματικῇ] χρ.[ήσει] τσέτουλα άνευ πληρωμής, σελέμικα [μεταγραφή σε μονοτονικό]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.