κόβω μονέδα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.vo moˈne.ða/
Έκφραση
κόβω μονέδα
- κερδίζω πολλά χρήματα, έχω μεγάλο κέρδος
- ※ Αυτό ήταν δουλειά: να σκαρώσεις ένα εργοστάσιο για τσίτια κι αλατζάδες· να πουλήσεις πανάκι φτηνό στη φτωχολογιά, να ντύσει τη γύμνια της· και να κόψεις μoνέδα.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Αυτό ήταν δουλειά: να σκαρώσεις ένα εργοστάσιο για τσίτια κι αλατζάδες· να πουλήσεις πανάκι φτηνό στη φτωχολογιά, να ντύσει τη γύμνια της· και να κόψεις μoνέδα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.