κτυπογενής ήχος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κτυπογενής ήχος < κτυπογενής + ήχος
Πολυλεκτικός όρος
κτυπογενής ήχος αρσενικό
- (κτιριακή ακουστική) ήχος που δημιουργείται στην άνω επιφάνεια στερεού κτιριακού δαπέδου, διαδίδεται μέσα στο σώμα του δαπέδου ως δομόφερτος ήχος και εκπέμπεται από την κάτω επιφάνεια του δαπέδου στον υποκείμενο χώρο (όπου και λαμβάνεται) ως αερόφερτος ήχος
Συγγενικά
- ηχομόνωση κτυπογενούς ήχου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.