αερόφερτος ήχος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αερόφερτος ήχος < αερόφερτος + ήχος

Πολυλεκτικός όρος

αερόφερτος ήχος αρσενικό

  • ήχος που διαδίδεται (εκπέμπεται, μεταδίδεται και λαμβάνεται) μέσω του ατμοσφαιρικού αέρα

Συγγενικά

  • ηχομόνωση αερόφερτου ήχου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.