κρίσιμων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κρίσιμων

  1. γενική πληθυντικού του κρίσιμος
  2. γενική πληθυντικού του κρίσιμη
  3. γενική πληθυντικού του κρίσιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.