κρίσιμων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κρίσιμων
- γενική πληθυντικού του κρίσιμος
- γενική πληθυντικού του κρίσιμη
- γενική πληθυντικού του κρίσιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.