κουτσοκέφαλος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κουτσοκέφαλος < (κουτσός) κουτσο- + -κέφαλος (κεφάλι

Επίθετο

κουτσοκέφαλος

Συνώνυμα

  • κομμοκέφαλος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.