κουτουρού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουτουρού < (άμεσο δάνειο) τουρκική götürü (τυχαία, με το μάτι, χωρίς να υπολογίζω)
Σημειώσεις
- το συναντάμε κυρίως σαν: στα κουτουρού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.