κουτοπόνηρο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κουτοπόνηρο

  1. αιτιατική ενικού του κουτοπόνηρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κουτοπόνηρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.