κουράδας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουράδας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κουράδας αρσενικό

  1. (υβριστικό) δειλός
  2. (υβριστικό) τιποτένιος

Συγγενικά

  • κουράδω

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κουράδας

  1. γενική ενικού του κουράδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.