κοναβίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κοναβίζω < κόναβος (ο αχός της μάχης]]
Ρήμα
κοναβίζω και κοναβέω-κοναβῶ
- περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε τιτυσκομένων καθ᾽ ὅμιλον ἀλλήλων: δύο δ᾽ ἄνδρες ἀρήϊοι ἔξοχον ἄλλων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.