κολυμπητών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κολυμπητών
- γενική πληθυντικού του κολυμπητός
- γενική πληθυντικού του κολυμπητή
- γενική πληθυντικού του κολυμπητό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.