κλειστή περίθαλψη
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
κλειστή περίθαλψη θηλυκό
- (ιατρική) οι υγειονομικές και άλλες υπηρεσίες που προσφέρονται σε ασθενείς και άτομα τα οποία φιλοξενούνται ή παραμένουν εντός κάποιου φορέα, όπως νοσοκομείο, ψυχιατρική μονάδα, κέντρο αποκατάστασης, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων κ.λπ.
- ≈ συνώνυμα: περίθαλψη κλειστού τύπου
Αντώνυμα
- κλειστή νοσηλεία
Μεταφράσεις
κλειστή περίθαλψη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.