κλειδομανταλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλειδομανταλώνω < μεσαιωνική ελληνική κλειδομανταλώνω< κλειδώνω + μανταλώνω
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σημειώσεις
Σήμερα αυτό το ρήμα χρησιμοποιείται σπανιότατα επειδή προτιμάται το κλειδαμπαρώνω.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κλειδομανταλώνω | κλειδομαντάλωνα | θα κλειδομανταλώνω | να κλειδομανταλώνω | κλειδομανταλώνοντας | |
| β' ενικ. | κλειδομανταλώνεις | κλειδομαντάλωνες | θα κλειδομανταλώνεις | να κλειδομανταλώνεις | κλειδομαντάλωνε | |
| γ' ενικ. | κλειδομανταλώνει | κλειδομαντάλωνε | θα κλειδομανταλώνει | να κλειδομανταλώνει | ||
| α' πληθ. | κλειδομανταλώνουμε | κλειδομανταλώναμε | θα κλειδομανταλώνουμε | να κλειδομανταλώνουμε | ||
| β' πληθ. | κλειδομανταλώνετε | κλειδομανταλώνατε | θα κλειδομανταλώνετε | να κλειδομανταλώνετε | κλειδομανταλώνετε | |
| γ' πληθ. | κλειδομανταλώνουν(ε) | κλειδομαντάλωναν κλειδομανταλώναν(ε) |
θα κλειδομανταλώνουν(ε) | να κλειδομανταλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κλειδομαντάλωσα | θα κλειδομανταλώσω | να κλειδομανταλώσω | κλειδομανταλώσει | ||
| β' ενικ. | κλειδομαντάλωσες | θα κλειδομανταλώσεις | να κλειδομανταλώσεις | κλειδομαντάλωσε | ||
| γ' ενικ. | κλειδομαντάλωσε | θα κλειδομανταλώσει | να κλειδομανταλώσει | |||
| α' πληθ. | κλειδομανταλώσαμε | θα κλειδομανταλώσουμε | να κλειδομανταλώσουμε | |||
| β' πληθ. | κλειδομανταλώσατε | θα κλειδομανταλώσετε | να κλειδομανταλώσετε | κλειδομανταλώστε | ||
| γ' πληθ. | κλειδομαντάλωσαν κλειδομανταλώσαν(ε) |
θα κλειδομανταλώσουν(ε) | να κλειδομανταλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κλειδομανταλώσει | είχα κλειδομανταλώσει | θα έχω κλειδομανταλώσει | να έχω κλειδομανταλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κλειδομανταλώσει | είχες κλειδομανταλώσει | θα έχεις κλειδομανταλώσει | να έχεις κλειδομανταλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κλειδομανταλώσει | είχε κλειδομανταλώσει | θα έχει κλειδομανταλώσει | να έχει κλειδομανταλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κλειδομανταλώσει | είχαμε κλειδομανταλώσει | θα έχουμε κλειδομανταλώσει | να έχουμε κλειδομανταλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κλειδομανταλώσει | είχατε κλειδομανταλώσει | θα έχετε κλειδομανταλώσει | να έχετε κλειδομανταλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κλειδομανταλώσει | είχαν κλειδομανταλώσει | θα έχουν κλειδομανταλώσει | να έχουν κλειδομανταλώσει |
| |
Μεταφράσεις
κλειδομανταλώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.