κλαύ' τα, Χαράλαμπε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλαύ' τα, Χαράλαμπε < κλαύ' + τα + Χαράλαμπε
Έκφραση
κλαύ' τα, Χαράλαμπε[1]
- (προφορικό) για κάτι που έχει χαθεί ή βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κλαύ' τα, Χαράλαμπε
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: κλαίω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.