κινούμενη άμμος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κινούμενη άμμος < κινούμενη + άμμος

Πολυλεκτικός όρος

κινούμενη άμμος θηλυκό

  • υγρή άμμος μέσα στην οποία βυθίζεται εύκολα οτιδήποτε βρεθεί στην επιφάνειά της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.