κινητή περιουσία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κινητή περιουσία < κινητή + περιουσία

Πολυλεκτικός όρος

κινητή περιουσία θηλυκό

  • (οικονομία) (νομικός όρος) για περιουσία που δεν είναι κτηματική, αλλά αποτελείται από επιμέρους στοιχεία που μπορεί κάποιος να τα μεταφέρει

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.