κεφάλας
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
κεφάλας αρσενικό
- αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι
- (σκωπτικό) που δεν καταλαβαίνει εύκολα
Εκφράσεις
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.