κεραυνοβόλο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κεραυνοβόλο

  1. αιτιατική ενικού του κεραυνοβόλος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κεραυνοβόλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.