καυλιτζέκι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καυλιτζέκι < καυλί

Ουσιαστικό

καυλιτζέκι ουδέτερο

  1. (αργκό) το πέος
  2. (χυδαίο) μακρόστενο αντικείμενο που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ή δεν γνωρίζουμε το όνομά του

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.