κατ’ ιδίαν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατ’ ιδίαν < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

κατ’ ιδίαν

  • χωρίς να είναι κανένας άλλος παρών σε συζήτηση, συνάντηση κλπ., παρά μόνο τα δύο άτομα που τους αφορά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.