καταφέρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταφέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταφέρω

Ρήμα

καταφέρομαι, π.αόρ.: καταφέρθηκα, (ενεργ.: καταφέρω)

  1. παθητική φωνή του ρήματος καταφέρω
    Καταφέρθηκε ισχυρό χτύπημα στον αντίπαλο από τον πρώτο γύρο του αγώνα στο Πρωτάθλημα Πυγμαχίας.
  2. κατηγορώ
    Καταφέρθηκε με πολύ σκληρά λόγια εναντίον του αντιπάλου του.

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.