κατακλίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακλίνομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

κατακλίνομαι

  1. πέφτω στο κρεβάτι για ύπνο


Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

κατακλίνομαι

  1. πέφτω στα γόνατα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.