καταγγέλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταγγέλλομαι | καταγγελλόμουν(α) | θα καταγγέλλομαι | να καταγγέλλομαι | ||
| β' ενικ. | καταγγέλλεσαι | καταγγελλόσουν(α) | θα καταγγέλλεσαι | να καταγγέλλεσαι | καταγγέλλου | |
| γ' ενικ. | καταγγέλλεται | καταγγελλόταν(ε) | θα καταγγέλλεται | να καταγγέλλεται | ||
| α' πληθ. | καταγγελλόμαστε | καταγγελλόμαστε καταγγελλόμασταν |
θα καταγγελλόμαστε | να καταγγελλόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταγγέλλεστε | καταγγελλόσαστε καταγγελλόσασταν |
θα καταγγέλλεστε | να καταγγέλλεστε | καταγγέλλεστε | |
| γ' πληθ. | καταγγέλλονται | καταγγέλλονταν καταγγελλόντουσαν |
θα καταγγέλλονται | να καταγγέλλονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταγγέλθηκα | θα καταγγελθώ | να καταγγελθώ | καταγγελθεί | ||
| β' ενικ. | καταγγέλθηκες | θα καταγγελθείς | να καταγγελθείς | καταγγείλου | ||
| γ' ενικ. | καταγγέλθηκε | θα καταγγελθεί | να καταγγελθεί | |||
| α' πληθ. | καταγγελθήκαμε | θα καταγγελθούμε | να καταγγελθούμε | |||
| β' πληθ. | καταγγελθήκατε | θα καταγγελθείτε | να καταγγελθείτε | καταγγελθείτε | ||
| γ' πληθ. | καταγγέλθηκαν καταγγελθήκαν(ε) |
θα καταγγελθούν(ε) | να καταγγελθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταγγελθεί | είχα καταγγελθεί | θα έχω καταγγελθεί | να έχω καταγγελθεί | καταγγελμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταγγελθεί | είχες καταγγελθεί | θα έχεις καταγγελθεί | να έχεις καταγγελθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταγγελθεί | είχε καταγγελθεί | θα έχει καταγγελθεί | να έχει καταγγελθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταγγελθεί | είχαμε καταγγελθεί | θα έχουμε καταγγελθεί | να έχουμε καταγγελθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταγγελθεί | είχατε καταγγελθεί | θα έχετε καταγγελθεί | να έχετε καταγγελθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταγγελθεί | είχαν καταγγελθεί | θα έχουν καταγγελθεί | να έχουν καταγγελθεί | ||
Μεταφράσεις
καταγγέλλομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.