κατάδεσμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κατάδεσμος < κατά + δεσμός

Ουσιαστικό

κατάδεσμος ουδέτερο

  1. επίδεσμος
  2. μαγικός δεσμός, κατάρα σε γραπτή μορφή (δες ενδεικτικά Κατάδεσμος της Πέλλας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.