κασπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
κασπώ ουδέτερο άκλιτο και κασπό
- δοχείο χωρίς τρύπες, πήλινο ή πλαστικό αλλά και σπάνια από άλλο υλικό, μέσα στο οποίο βάζουμε γλάστρα με φυτό
Μεταφράσεις
κασπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.