κασαπηλεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κασαπηλεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

κασαπηλεύω

  1. (κρητικά) είμαι κρεοπώλης
  2. (μεταφορικά) (κρητικά) σφάζω μακελεύω κάποιον

  • κασαπηλεύγω
  • κασαπιλεύγω
  • κασαπιλεύω

Συγγενικά

  • κασάμπαχης
  • κασαπειό
  • κασαπηλειό
  • κασάπης
  • κασάπικο
  • κασαπειό
  • κασαπικό
  • κασαπιλίκι
  • κασαπιό
  • κασαπομάχαιρο
  • κασαπόσκυλος
  • κασαπόχαρτο

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.