κασαπηλεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κασαπηλεύω < → λείπει η ετυμολογία
- κασαπηλεύγω
- κασαπιλεύγω
- κασαπιλεύω
Συγγενικά
- κασάμπαχης
- κασαπειό
- κασαπηλειό
- κασάπης
- κασάπικο
- κασαπειό
- κασαπικό
- κασαπιλίκι
- κασαπιό
- κασαπομάχαιρο
- κασαπόσκυλος
- κασαπόχαρτο
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
κασαπηλεύω
|
|
Πηγές
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.