καρπός ὑγρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- καρπὸς ὑγρός < → δείτε τις λέξεις καρπός και ὑγρός
Έκφραση
καρπὸς ὑγρός (ελληνιστική κοινή)
- το μέλι
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia) 2.20, @scaife.perseus
- τοῦτον γὰρ ἕτοιμον παρὰ μελιττῶν πρῶτον ἐλάβομεν τὸν ὑγρὸν καρπόν·
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia) 2.20, @scaife.perseus
Πηγές
- καρπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.