καρπός φρενῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
καρπὸς φρενῶν
- η σοφία
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 75 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.74-2.75)
- ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν | ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον,
- Ευτυχισμένος είναι ο Ραδάμανθης, | γιατί έλαχε του νου καρπό αψεγάδιαστο,
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- μα ο Ραδάμανθυς μέγας υψώθηκε | γιατί του ᾽λαχε ο αμίμητος της σοφίας καρπός
- Μετάφραση (1953), Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- Ευτυχισμένος είναι ο Ραδάμανθης, | γιατί έλαχε του νου καρπό αψεγάδιαστο,
- ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν | ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 75 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.74-2.75)
Πηγές
- καρπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.