καπιστρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καπιστρώνομαι | καπιστρωνόμουν(α) | θα καπιστρώνομαι | να καπιστρώνομαι | ||
| β' ενικ. | καπιστρώνεσαι | καπιστρωνόσουν(α) | θα καπιστρώνεσαι | να καπιστρώνεσαι | (καπιστρώνου) | |
| γ' ενικ. | καπιστρώνεται | καπιστρωνόταν(ε) | θα καπιστρώνεται | να καπιστρώνεται | ||
| α' πληθ. | καπιστρωνόμαστε | καπιστρωνόμαστε καπιστρωνόμασταν |
θα καπιστρωνόμαστε | να καπιστρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | καπιστρώνεστε | καπιστρωνόσαστε καπιστρωνόσασταν |
θα καπιστρώνεστε | να καπιστρώνεστε | (καπιστρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | καπιστρώνονται | καπιστρώνονταν καπιστρωνόντουσαν |
θα καπιστρώνονται | να καπιστρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καπιστρώθηκα | θα καπιστρωθώ | να καπιστρωθώ | καπιστρωθεί | ||
| β' ενικ. | καπιστρώθηκες | θα καπιστρωθείς | να καπιστρωθείς | καπιστρώσου | ||
| γ' ενικ. | καπιστρώθηκε | θα καπιστρωθεί | να καπιστρωθεί | |||
| α' πληθ. | καπιστρωθήκαμε | θα καπιστρωθούμε | να καπιστρωθούμε | |||
| β' πληθ. | καπιστρωθήκατε | θα καπιστρωθείτε | να καπιστρωθείτε | καπιστρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | καπιστρώθηκαν καπιστρωθήκαν(ε) |
θα καπιστρωθούν(ε) | να καπιστρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καπιστρωθεί | είχα καπιστρωθεί | θα έχω καπιστρωθεί | να έχω καπιστρωθεί | καπιστρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καπιστρωθεί | είχες καπιστρωθεί | θα έχεις καπιστρωθεί | να έχεις καπιστρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καπιστρωθεί | είχε καπιστρωθεί | θα έχει καπιστρωθεί | να έχει καπιστρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καπιστρωθεί | είχαμε καπιστρωθεί | θα έχουμε καπιστρωθεί | να έχουμε καπιστρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καπιστρωθεί | είχατε καπιστρωθεί | θα έχετε καπιστρωθεί | να έχετε καπιστρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καπιστρωθεί | είχαν καπιστρωθεί | θα έχουν καπιστρωθεί | να έχουν καπιστρωθεί | ||
Μεταφράσεις
καπιστρώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.