καλαμπουρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλαμπουρίζω < καλαμπούρι

Ρήμα

καλαμπουρίζω

  1. κάνω καλαμπούρια, αστειεύομαι ή σπάω πλάκα
    είναι πολύ σοβαρό το θέμα και πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε να καλαμπουρίζεις με αυτό

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.