καλά κρασιά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈla kɾaˈsça/
Έκφραση
καλά κρασιά
- (ειρωνικό)
- απάντηση σε κάποιον που λέει ανοησίες
- έκφραση που δηλώνει απογοήτευση
- ※ Όσο για τη γενιά μας, την περίφημη του Πολυτεχνείου, καλά κρασιά. Οι μισοί βολεμένοι σε κυβερνητικές καρέκλες κι οι άλλοι μισοί με παντόφλες στα σπίτια τους – ή στα νοσοκομεία (Σοφία Γιαννάτου, Καΐκια στην άσφαλτο, Νεφέλη, 2007, σελ. 175)
Μεταφράσεις
καλά κρασιά
|
|
Πηγές
- κρασί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.