κακί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακί < προέλευσης από την ιαπωνική (kaki) μέσω ευρωπαϊκών γλωσσών (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

κακί ουδέτερο άκλιτο (Χρειάζεται Τι γένος?)

  • (φρούτο) είδος λωτού, ιθαγενές της Κορέας, της Ιαπωνίας: Διόσπυρος ο κακί (Diospyros kaki)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.