καθάριο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καθάριο

  1. αιτιατική ενικού του καθάριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καθάριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.