κάτσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κάτσει και καθίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κάθομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κάθομαι
  3. θα κάτσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κάθομαι

Ρηματικός τύπος

κάτσει και καθίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καθίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθίζω
  3. θα κάτσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.