ιωδιωμένο άλας
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ιωδιωμένο άλας
<
ιωδιωμένο
+
άλας
Πολυλεκτικός όρος
ιωδιωμένο άλας
ουδέτερο
άλας
που έχει υποστεί
ιωδίωση
ιωδιούχο νάτριο
Μεταφράσεις
ιωδιωμένο άλας
αγγλικά
:
iodized
salt
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.