ισόγλωσσο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισόγλωσσο < ισό- + γλώσσα
Ουσιαστικό
ισόγλωσσο ουδέτερο
- η συμβατική και κατά προσέγγιση απόδοση σε χάρτη του ορίου ανάμεσα σε δύο γλωσσικά φαινόμενα. Τα ισόγλωσσα χρησιμοποιούνται στους γλωσσικούς άτλαντες από τον γλωσσολογικό κλάδο της διαλεκτολογίας
-
ισόγλωσσο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ισόγλωσσο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.