ιερόσυλο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιερόσυλο

  1. αιτιατική ενικού του ιερόσυλος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ιερόσυλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.