ιερογλυφικό

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιερογλυφικό

  1. αιτιατική ενικού του ιερογλυφικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ιερογλυφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.