θρησκόληπτο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θρησκόληπτο

  1. αιτιατική ενικού του θρησκόληπτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θρησκόληπτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.