θρέψει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θρέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τρέφω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρέφω
  3. θα θρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρέφω

Ρηματικός τύπος

θρέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θρέφω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θρέφω
  3. θα θρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.