θεόσσυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θεόσσυτος < → δείτε τη λέξη θεόσυτος
Επίθετο
θεόσσυτος, -ος, -ον
- άλλη γραφή του θεόσυτος: ο θεόπεμπτος, ο ουράνιος
- ※ καίτοι καὶ λέγουσ᾽ αἰσχύνομαι, θεόσσυτον χειμῶνα καὶ διαφθορὰν μορφῆς, ὅθεν μοι σχετλίᾳ προσέπτατο (Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, 642-644)
- κι αν με ντροπή θα λέγω τη θεόργητή μου συμφορά και της μορφής μου το παράλλαμ᾽ αυτό, πώς με βρήκε, τη μαύρη! (Μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη, Προμηθέας Δεσμώτης, ΚΕΓ, Θεσσαλονίκη, 2015, Πρώτη έκδοση: Ι.Ν. Γρυπάρης, Οι Τραγωδίες του Αισχύλου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1930 @greek-language.gr)
- ※ καίτοι καὶ λέγουσ᾽ αἰσχύνομαι, θεόσσυτον χειμῶνα καὶ διαφθορὰν μορφῆς, ὅθεν μοι σχετλίᾳ προσέπτατο (Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, 642-644)
Πηγές
- θεόσσυτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεόσσυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.